- κονσιστοριανός
- -ή, -ό (ΑM κονσιστοριανός και κονσιστωριανός, -ή, -όν)(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κονσιστοριανοίοι ανώτεροι βαθμούχοι που συγκροτούν το κονσιστόριο*αρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κονσιστόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. consistorianus].
Dictionary of Greek. 2013.